έβγα
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
έβγα
<
βγαίνω
Ουσιαστικό
έβγα
ουδέτερο
άκλιτο
η
έξοδος
το
τέλος
μιας χρονικής περιόδου, ή μιας εποχής
Ρηματικός τύπος
έβγα
και
βγες
βγαίνω
, στο δεύτερο ενικό πρόσωπο του αόριστου της προστακτικής
Συγγενικά
βγαίνω
Αντώνυμα
έμπα
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.