έβγα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

έβγα < βγαίνω

Ουσιαστικό

έβγα ουδέτερο άκλιτο

  1. η έξοδος
  2. το τέλος μιας χρονικής περιόδου, ή μιας εποχής

Ρηματικός τύπος

έβγα και βγες

  1. βγαίνω, στο δεύτερο ενικό πρόσωπο του αόριστου της προστακτικής

Συγγενικά

Αντώνυμα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.