έμπα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- έμπα < προστακτική του ρήματος μπαίνω
Ουσιαστικό
έμπα ουδέτερο άκλιτο
- το σημείο του χώρου από το οποίο μπορεί κάποιος να μπει κάπου μέσα
- στο έμπα του σπιτιού
- η χρονική στιγμή που μπαίνει κάποιος μέσα
- η αρχή
- με το έμπα του καινούριου χρόνου
Αντώνυμα
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.