έμπα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

έμπα < προστακτική του ρήματος μπαίνω

Ουσιαστικό

έμπα ουδέτερο άκλιτο

  1. το σημείο του χώρου από το οποίο μπορεί κάποιος να μπει κάπου μέσα
    στο έμπα του σπιτιού
  2. η χρονική στιγμή που μπαίνει κάποιος μέσα
  3. η αρχή
    με το έμπα του καινούριου χρόνου

Αντώνυμα

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

Ρηματικός τύπος

έμπα

  • β΄ ενικό πρόσωπο της προστακτικής αορίστου του ρήματος μπαίνω, μπες
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.