admittance

Αγγλικά (en)

Ετυμολογία

admittance < admit

Ουσιαστικό

admittance (en)

  1. είσοδος, το δικαίωμα εισόδου
     συνώνυμα: admission, entry
    • εισαγωγή σε νοσοκομείο
  2. (φυσική) η αγωγιμότητα. Διαφέρει από τον όρο conductance κατά το ότι λαμβάνει υπόψη εκτός από τις φυσικές ιδιότητες του αγωγού και άλλες δυναμικές παραμέτρους
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.