δοθείς
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία 1
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | δοθείς & δοθέντας |
η | δοθείσα | το | δοθέν |
| γενική | του | δοθέντος & δοθέντα |
της | δοθείσας & δοθείσης* |
του | δοθέντος |
| αιτιατική | τον | δοθέντα | τη | δοθείσα | το | δοθέν |
| κλητική | δοθείς & δοθέντα |
δοθείσα | δοθέν | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | δοθέντες | οι | δοθείσες | τα | δοθέντα |
| γενική | των | δοθέντων | των | δοθεισών | των | δοθέντων |
| αιτιατική | τους | δοθέντες | τις | δοθείσες | τα | δοθέντα |
| κλητική | δοθέντες | δοθείσες | δοθέντα | |||
| Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -είς -εῖσα, -έν Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές. * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
| ομάδα 'πληγείς', Κατηγορία όπως «πληγείς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
- δοθείς < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δοθείς, δοθεῖσα, δοθέν, του παθητικού αορίστου ἐδόθην, του ρήματος δίδομαι < δίδωμι, (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική étant donné
Μετοχή
δοθείς, -είσα, -έν μετοχή παθητικού αορίστου (δόθηκα) του ρήματος δίνω, δίδω
Εκφράσεις
- δοθέντος ότι.....
- ευκαιρείας δοθείσης
- τούτου δοθέντος
Ετυμολογία 2
- δοθείς: ρηματικός τύπος
Πηγές
- δοθείς - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- δοθείς - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | δοθείς | ἡ | δοθεῖσᾰ | τὸ | δοθέν |
| γενική | τοῦ | δοθέντος | τῆς | δοθείσης | τοῦ | δοθέντος |
| δοτική | τῷ | δοθέντῐ | τῇ | δοθείσῃ | τῷ | δοθέντῐ |
| αιτιατική | τὸν | δοθέντᾰ | τὴν | δοθεῖσᾰν | τὸ | δοθέν |
| κλητική ὦ! | δοθείς | δοθεῖσᾰ | δοθέν | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | δοθέντες | αἱ | δοθεῖσαι | τὰ | δοθέντᾰ |
| γενική | τῶν | δοθέντων | τῶν | δοθεισῶν | τῶν | δοθέντων |
| δοτική | τοῖς | δοθεῖσῐ(ν) | ταῖς | δοθείσαις | τοῖς | δοθεῖσῐ(ν) |
| αιτιατική | τοὺς | δοθέντᾰς | τὰς | δοθείσᾱς | τὰ | δοθέντᾰ |
| κλητική ὦ! | δοθέντες | δοθεῖσαι | δοθέντᾰ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | δοθέντε | τὼ | δοθείσᾱ | τὼ | δοθέντε |
| γεν-δοτ | τοῖν | δοθέντοιν | τοῖν | δοθείσαιν | τοῖν | δοθέντοιν |
| 3η&1η κλίση, Κατηγορία 'λυθείς' όπως «λυθείς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.