δεδομένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | δεδομένος | η | δεδομένη | το | δεδομένο |
| γενική | του | δεδομένου | της | δεδομένης | του | δεδομένου |
| αιτιατική | τον | δεδομένο | τη | δεδομένη | το | δεδομένο |
| κλητική | δεδομένε | δεδομένη | δεδομένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | δεδομένοι | οι | δεδομένες | τα | δεδομένα |
| γενική | των | δεδομένων | των | δεδομένων | των | δεδομένων |
| αιτιατική | τους | δεδομένους | τις | δεδομένες | τα | δεδομένα |
| κλητική | δεδομένοι | δεδομένες | δεδομένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- δεδομένος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική δεδομένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος δίδωμι και σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική donnée[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ðe.ðoˈme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δε‐δο‐μέ‐νος
Μετοχή
δεδομένος, -η, -ο
- για ένα γεγονός ή στοιχείο (αριθμητικό, στατιστικό κλπ) που είναι ήδη γνωστό και του οποίου η αλήθεια δεν αμφισβητείται
- είναι δεδομένη η χρησιμότητα των ηλεκτρονικών υπολογιστών
- για κάτι που θεωρούμε ότι αναμφισβήτητα μας ανήκει
- καμία φιλική ή ερωτική σχέση δεν πρέπει να θεωρείται ως δεδομένη
- καθορισμένος
- σε μια δεδομένη στιγμή
Εκφράσεις
- δεδομένου ότι: λαμβάνοντας ως βέβαιο το ότι ...
- δεδομένου ότι τα αλιεύματα παρουσιάζουν σταθερή μείωση τα τελευταία χρόνια, πρέπει να ληφθούν μέτρα προστασίας του θαλάσσιου πλούτου
Μεταφράσεις
Αναφορές
- δεδομένος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.