δεδομένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δεδομένος η δεδομένη το δεδομένο
      γενική του δεδομένου της δεδομένης του δεδομένου
    αιτιατική τον δεδομένο τη δεδομένη το δεδομένο
     κλητική δεδομένε δεδομένη δεδομένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δεδομένοι οι δεδομένες τα δεδομένα
      γενική των δεδομένων των δεδομένων των δεδομένων
    αιτιατική τους δεδομένους τις δεδομένες τα δεδομένα
     κλητική δεδομένοι δεδομένες δεδομένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

δεδομένος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική δεδομένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος δίδωμι και σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική donnée[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ðe.ðoˈme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δεδομένος

Μετοχή

δεδομένος, -η, -ο

  1. για ένα γεγονός ή στοιχείο (αριθμητικό, στατιστικό κλπ) που είναι ήδη γνωστό και του οποίου η αλήθεια δεν αμφισβητείται
    είναι δεδομένη η χρησιμότητα των ηλεκτρονικών υπολογιστών
  2. για κάτι που θεωρούμε ότι αναμφισβήτητα μας ανήκει
    καμία φιλική ή ερωτική σχέση δεν πρέπει να θεωρείται ως δεδομένη
  3. καθορισμένος
    σε μια δεδομένη στιγμή

Εκφράσεις

  • δεδομένου ότι: λαμβάνοντας ως βέβαιο το ότι ...
δεδομένου ότι τα αλιεύματα παρουσιάζουν σταθερή μείωση τα τελευταία χρόνια, πρέπει να ληφθούν μέτρα προστασίας του θαλάσσιου πλούτου

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.