δίδομαι

Αρχαία ελληνικά (grc)

Αρχικοί
χρόνοι
Φωνή
Eνεργητική
Φωνή
Μέση & Παθητική
Ενεστώτας  δίδωμι   δίδομαι 
Παρατατικός  ἐδίδουν   ἐδιδόμην 
Μέλλοντας  δώσω   δώσομαι & δοθήσομαι 
Αόριστος  ἔδωκα   ἐδόμην & ἐδόθην 
Παρακείμενος  δέδωκα   δέδομαι 
Υπερσυντέλικος  ἐδεδώκειν   ἐδεδόμην 
Συντελ.Μέλλ.  δεδωκώς ἔσομαι   δεδομένος ἔσομαι 

Ετυμολογία

δίδομαι < μέση-παθητική φωνή του ρήματος δίδωμι

Ρήμα

δίδομαι

  • μέση-παθητική φωνή του ρήματος δίδωμι

Κλίση

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.