διορθώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /ði̯oɾˈθo.no/ & /ðʝoɾˈθo.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐ορ‐θώ‐νω
Ρήμα
διορθώνω, αόρ.: διόρθωσα, παθ.φωνή: διορθώνομαι, π.αόρ.: διορθώθηκα, μτχ.π.π.: διορθωμένος
- δείχνω σε κάποιον ένα λάθος υποδεικνύοντας το σωστό ή αντικαθιστώντας το με το σωστό
- αλλάζω επιτυχώς κάποια πράγματα σε μια κατάσταση, ώστε να υπάρχει θετική εξέλιξη
- βελτιώνω κάποιον άνθρωπο, αφαιρώντας ή μειώνοντας τα αρνητικά στοιχεία του χαρακτήρα του
- βελτιώνω
- επισκευάζω
- άλλες μορφές: επιδιορθώνω
- → και δείτε την παθητική φωνή διορθώνομαι
Συγγενικά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | διορθώνω | διόρθωνα | θα διορθώνω | να διορθώνω | διορθώνοντας | |
| β' ενικ. | διορθώνεις | διόρθωνες | θα διορθώνεις | να διορθώνεις | διόρθωνε | |
| γ' ενικ. | διορθώνει | διόρθωνε | θα διορθώνει | να διορθώνει | ||
| α' πληθ. | διορθώνουμε | διορθώναμε | θα διορθώνουμε | να διορθώνουμε | ||
| β' πληθ. | διορθώνετε | διορθώνατε | θα διορθώνετε | να διορθώνετε | διορθώνετε | |
| γ' πληθ. | διορθώνουν(ε) | διόρθωναν διορθώναν(ε) |
θα διορθώνουν(ε) | να διορθώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | διόρθωσα | θα διορθώσω | να διορθώσω | διορθώσει | ||
| β' ενικ. | διόρθωσες | θα διορθώσεις | να διορθώσεις | διόρθωσε | ||
| γ' ενικ. | διόρθωσε | θα διορθώσει | να διορθώσει | |||
| α' πληθ. | διορθώσαμε | θα διορθώσουμε | να διορθώσουμε | |||
| β' πληθ. | διορθώσατε | θα διορθώσετε | να διορθώσετε | διορθώστε | ||
| γ' πληθ. | διόρθωσαν διορθώσαν(ε) |
θα διορθώσουν(ε) | να διορθώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω διορθώσει | είχα διορθώσει | θα έχω διορθώσει | να έχω διορθώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις διορθώσει | είχες διορθώσει | θα έχεις διορθώσει | να έχεις διορθώσει | έχε διορθωμένο | |
| γ' ενικ. | έχει διορθώσει | είχε διορθώσει | θα έχει διορθώσει | να έχει διορθώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε διορθώσει | είχαμε διορθώσει | θα έχουμε διορθώσει | να έχουμε διορθώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε διορθώσει | είχατε διορθώσει | θα έχετε διορθώσει | να έχετε διορθώσει | έχετε διορθωμένο | |
| γ' πληθ. | έχουν διορθώσει | είχαν διορθώσει | θα έχουν διορθώσει | να έχουν διορθώσει | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
| Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) διορθωμένο | |||||
| Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) διορθωμένο | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) διορθωμένο | |||||
| Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) διορθωμένο | |||||
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | διορθώνομαι | διορθωνόμουν(α) | θα διορθώνομαι | να διορθώνομαι | ||
| β' ενικ. | διορθώνεσαι | διορθωνόσουν(α) | θα διορθώνεσαι | να διορθώνεσαι | ||
| γ' ενικ. | διορθώνεται | διορθωνόταν(ε) | θα διορθώνεται | να διορθώνεται | ||
| α' πληθ. | διορθωνόμαστε | διορθωνόμαστε διορθωνόμασταν |
θα διορθωνόμαστε | να διορθωνόμαστε | ||
| β' πληθ. | διορθώνεστε | διορθωνόσαστε διορθωνόσασταν |
θα διορθώνεστε | να διορθώνεστε | (διορθώνεστε) | |
| γ' πληθ. | διορθώνονται | διορθώνονταν διορθωνόντουσαν |
θα διορθώνονται | να διορθώνονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | διορθώθηκα | θα διορθωθώ | να διορθωθώ | διορθωθεί | ||
| β' ενικ. | διορθώθηκες | θα διορθωθείς | να διορθωθείς | διορθώσου | ||
| γ' ενικ. | διορθώθηκε | θα διορθωθεί | να διορθωθεί | |||
| α' πληθ. | διορθωθήκαμε | θα διορθωθούμε | να διορθωθούμε | |||
| β' πληθ. | διορθωθήκατε | θα διορθωθείτε | να διορθωθείτε | διορθωθείτε | ||
| γ' πληθ. | διορθώθηκαν διορθωθήκαν(ε) |
θα διορθωθούν(ε) | να διορθωθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω διορθωθεί | είχα διορθωθεί | θα έχω διορθωθεί | να έχω διορθωθεί | διορθωμένος | |
| β' ενικ. | έχεις διορθωθεί | είχες διορθωθεί | θα έχεις διορθωθεί | να έχεις διορθωθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει διορθωθεί | είχε διορθωθεί | θα έχει διορθωθεί | να έχει διορθωθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε διορθωθεί | είχαμε διορθωθεί | θα έχουμε διορθωθεί | να έχουμε διορθωθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε διορθωθεί | είχατε διορθωθεί | θα έχετε διορθωθεί | να έχετε διορθωθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν διορθωθεί | είχαν διορθωθεί | θα έχουν διορθωθεί | να έχουν διορθωθεί | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
| Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι διορθωμένος - είμαστε, είστε, είναι διορθωμένοι | |||||
| Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν διορθωμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν διορθωμένοι | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι διορθωμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι διορθωμένοι | |||||
| Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι διορθωμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι διορθωμένοι | |||||
Μεταφράσεις
Αναφορές
- διορθώνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.