αδιορθωσιά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αδιορθωσιά οι αδιορθωσιές
      γενική της αδιορθωσιάς των αδιορθωσιών
    αιτιατική την αδιορθωσιά τις αδιορθωσιές
     κλητική αδιορθωσιά αδιορθωσιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αδιορθωσιά < αδιόρθωτος + -σιά

Ουσιαστικό

αδιορθωσιά θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.