προδιόρθωση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προδιόρθωση οι προδιορθώσεις
      γενική της προδιόρθωσης* των προδιορθώσεων
    αιτιατική την προδιόρθωση τις προδιορθώσεις
     κλητική προδιόρθωση προδιορθώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, προδιορθώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

προδιόρθωση < ελληνιστική κοινή προδιόρθωσις[1] [2] < προδιορθόω < αρχαία ελληνική διορθόω < ὀρθόω < ὀρθός

Ουσιαστικό

προδιόρθωση θηλυκό

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. προδιόρθωση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. προδιόρθωσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.