correct

Αγγλικά (en)

Επίθετο

παραθετικά
θετικός correct
συγκριτικός more correct
υπερθετικός most correct

correct (en)

  1. σωστός, χωρίς λάθη
    Your answer was correct. - Η απάντησή σας/σου ήταν σωστή.
  2. σωστός, σύμφωνος με τους κανόνες, ευγενής

Επιφώνημα

correct! (en)

Ρήμα

ενεστώτας correct
γ΄ ενικό ενεστώτα corrects
αόριστος corrected
παθητική μετοχή corrected
ενεργητική μετοχή correcting

correct (en)



Γαλλικά (fr)

Επίθετο

correct (fr)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.