διορθώτρια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | διορθώτρια | οι | διορθώτριες |
| γενική | της | διορθώτριας | των | διορθωτριών |
| αιτιατική | τη | διορθώτρια | τις | διορθώτριες |
| κλητική | διορθώτρια | διορθώτριες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
διορθώτρια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.