διορθωτής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | διορθωτής | οι | διορθωτές |
| γενική | του | διορθωτή | των | διορθωτών |
| αιτιατική | τον | διορθωτή | τους | διορθωτές |
| κλητική | διορθωτή | διορθωτές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- διορθωτής < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
διορθωτής αρσενικό (θηλυκό: διορθώτρια)
- κάποιος που διορθώνει κάτι
- (ειδικότερα, επάγγελμα) το άτομο που ασχολείται με την ορθογραφική και συντακτική διόρθωση δοκιμίων πριν την εκτύπωση
Μεταφράσεις
διορθωτής
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.