διορθωμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | διορθωμός | οι | διορθωμοί |
| γενική | του | διορθωμού | των | διορθωμών |
| αιτιατική | τον | διορθωμό | τους | διορθωμούς |
| κλητική | διορθωμέ | διορθωμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.