αρχιδιορθωτής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αρχιδιορθωτής οι αρχιδιορθωτές
      γενική του αρχιδιορθωτή των αρχιδιορθωτών
    αιτιατική τον αρχιδιορθωτή τους αρχιδιορθωτές
     κλητική αρχιδιορθωτή αρχιδιορθωτές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αρχιδιορθωτής < αρχι- + διορθωτής

Ουσιαστικό

αρχιδιορθωτής αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.