διορθώνομαι

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /ði̯oɾˈθo.no.me/ & /ðʝoɾˈθo.no.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: διορθώνομαι

Ρήμα

διορθώνομαι , πρτ.: διορθωνόμουν, αόρ.: διορθώθηκα, μτχ.π.π.: διορθωμένος, (ενεργ.: διορθώνω)

  • παθητική φωνή του ρήματος διορθώνω  δείτε και την κλίση 
    1. παθητικές σημασίες του διορθώνω: με διορθώνει κάποιος
    2. γίνομαι καλύτερος ξεπερνώντας αδυναμίες και ελαττώματα
      Μ' αρέσουν οι παρατηρήσεις! Διορθώνομαι (Από την τηλεοπτική εκπομπή "10 μικροί Μήτσοι")
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.