διόρθωση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | διόρθωση | οι | διορθώσεις |
| γενική | της | διόρθωσης* | των | διορθώσεων |
| αιτιατική | τη | διόρθωση | τις | διορθώσεις |
| κλητική | διόρθωση | διορθώσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, διορθώσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- διόρθωση < αρχαία ελληνική διόρθωσις < διορθόω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.