επιδιορθώνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

επιδιορθώνω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐπιδιορθ(ῶ), συνηρημένος τύπος του ἐπιδιορθόω < ἐπί + διορθόω-ῶ + -ώνω. Συγχρονικά αναλύεται σε επι- + διορθώνω (δι- + ορθώνω)

Προφορά

ΔΦΑ : /e.pi.ði̯oɾˈθo.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: επιδιορθώνω
παλιότερος συλλαβισμός: επιδιορθώνω

Ρήμα

επιδιορθώνω, αόρ.: επιδιόρθωσα, παθ.φωνή: επιδιορθώνομαι, π.αόρ.: επιδιορθώθηκα, μτχ.π.π.: επιδιορθωμένος

  1. φέρνω κάτι στην προηγούμενη σωστή κατάσταση, το κάνω ξανά λειτουργικό, χωρίς τις ζημιές που είχε (λέγεται για το ίδιο το αντικείμενο όσο και για τη ζημιά που έπαθε)
    ο ποδηλατάς στη γωνία επιδιορθώνει παλιά ποδήλατα
    το λειτουργικό σύστημα μπορεί να επιδιορθώσει τα προβλήματα στο σύστημα αρχείων του υπολογιστή σας

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.