διορθωμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | διορθωμένος | η | διορθωμένη | το | διορθωμένο |
| γενική | του | διορθωμένου | της | διορθωμένης | του | διορθωμένου |
| αιτιατική | τον | διορθωμένο | τη | διορθωμένη | το | διορθωμένο |
| κλητική | διορθωμένε | διορθωμένη | διορθωμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | διορθωμένοι | οι | διορθωμένες | τα | διορθωμένα |
| γενική | των | διορθωμένων | των | διορθωμένων | των | διορθωμένων |
| αιτιατική | τους | διορθωμένους | τις | διορθωμένες | τα | διορθωμένα |
| κλητική | διορθωμένοι | διορθωμένες | διορθωμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- διορθωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου διορθώνω
Μεταφράσεις
διορθωμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.