διαστέλλω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

διαστέλλω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διαστέλλω < δια- + στέλλω

Προφορά

ΔΦΑ : /ði̯aˈste.lo/ & /ðʝaˈste.lo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: διαστέλλω

Ρήμα

διαστέλλω, πρτ.: διέστελλα, στ.μέλλ.: θα διαστείλω, αόρ.: διέστειλα, παθ.φωνή: διαστέλλομαι, π.αόρ.: διαστάλθηκα/διεστάλη3o, μτχ.π.π.: διεσταλμένος

  1. (φυσική) προκαλώ διαστολή σε κάποιο υλικό, μεγαλώνω την απόσταση των στοιχείων του μεταξύ τους, εκτείνω στο χώρο, διογκώνω, αυξάνω τις διαστάσεις ενός σώματος με αύξηση της θερμοκρασίας του, χωρίς να μεταβάλλω τη σύσταση ή τη φύση του
     αντώνυμα: συστέλλω, μαζεύω, συμπυκνώνω, συρρικνώνω
  2. (μεταφορικά) διευρύνω
  3. ξεχωρίζω, διακρίνω

Συγγενικά

θέμα δια-στελ-

θέμα δια-στολ-

θέμα δια-σταλ-

Κλίση

  • λείπει η κλίση

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

διαστέλλω < δια- + στέλλω

Ρήμα

διαστέλλω

  1. εκτείνω
  2. διασκορπίζω (πχ το σκοτάδι)
  3. διακρίνω, διαχωρίζω
  4. διακρίνω, ορίζω με ακρίβεια
  5. δίνω επείγουσα εντολή (συνήθως ιατρικού περιεχομένου)
  6. πληρώνω, δίνω εντολή πληρωμής

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.