διαστολέας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | διαστολέας | οι | διαστολείς |
| γενική | του | διαστολέα & διαστολέως |
των | διαστολέων |
| αιτιατική | τον | διαστολέα | τους | διαστολείς |
| κλητική | διαστολέα | διαστολείς | ||
| Κατηγορία όπως «αμφορέας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- διαστολέας < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή διαστολεύς < αρχαία ελληνική διαστέλλω < (διά) δια- + στέλλω
Ουσιαστικό
διαστολέας αρσενικό
- (ιατρική) εργαλείο με το οποίο διαστέλλεται κάποια σωματική κοιλότητα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.