αγγειοδιασταλτικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αγγειοδιασταλτικός η αγγειοδιασταλτική το αγγειοδιασταλτικό
      γενική του αγγειοδιασταλτικού της αγγειοδιασταλτικής του αγγειοδιασταλτικού
    αιτιατική τον αγγειοδιασταλτικό την αγγειοδιασταλτική το αγγειοδιασταλτικό
     κλητική αγγειοδιασταλτικέ αγγειοδιασταλτική αγγειοδιασταλτικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αγγειοδιασταλτικοί οι αγγειοδιασταλτικές τα αγγειοδιασταλτικά
      γενική των αγγειοδιασταλτικών των αγγειοδιασταλτικών των αγγειοδιασταλτικών
    αιτιατική τους αγγειοδιασταλτικούς τις αγγειοδιασταλτικές τα αγγειοδιασταλτικά
     κλητική αγγειοδιασταλτικοί αγγειοδιασταλτικές αγγειοδιασταλτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αγγειοδιασταλτικός < αγγείον + διαστέλλω

Επίθετο

αγγειοδιασταλτικός, -ή, -ό

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.