διαστολικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διαστολικός η διαστολική το διαστολικό
      γενική του διαστολικού της διαστολικής του διαστολικού
    αιτιατική τον διαστολικό τη διαστολική το διαστολικό
     κλητική διαστολικέ διαστολική διαστολικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διαστολικοί οι διαστολικές τα διαστολικά
      γενική των διαστολικών των διαστολικών των διαστολικών
    αιτιατική τους διαστολικούς τις διαστολικές τα διαστολικά
     κλητική διαστολικοί διαστολικές διαστολικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

διαστολικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική diastolique < αρχαία ελληνική διαστολή

Επίθετο

διαστολικός

  • που έχει σχέση με τη διαστολή ή αναφέρεται σ’ αυτή
    συστολική και διαστολική πίεση

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.