διαστέλλομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- διαστέλλομαι < παθητική φωνή του ρήματος διαστέλλω
Ρήμα
διαστέλλομαι
- διογκώνομαι, αυξάνομαι, επεκτείνομαι, εκτείνομαι
- τα αέρια διαστέλλονται όταν θερμαίνονται
- οι κόρες των ματιών του είχαν διασταλεί
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | διαστέλλομαι | διαστελλόμουν(α) | θα διαστέλλομαι | να διαστέλλομαι | ||
| β' ενικ. | διαστέλλεσαι | διαστελλόσουν(α) | θα διαστέλλεσαι | να διαστέλλεσαι | διαστέλλου | |
| γ' ενικ. | διαστέλλεται | διαστελλόταν(ε) | θα διαστέλλεται | να διαστέλλεται | ||
| α' πληθ. | διαστελλόμαστε | διαστελλόμαστε διαστελλόμασταν |
θα διαστελλόμαστε | να διαστελλόμαστε | ||
| β' πληθ. | διαστέλλεστε | διαστελλόσαστε διαστελλόσασταν |
θα διαστέλλεστε | να διαστέλλεστε | διαστέλλεστε | |
| γ' πληθ. | διαστέλλονται | διαστέλλονταν διαστελλόντουσαν |
θα διαστέλλονται | να διαστέλλονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | διαστάλθηκα | θα διασταλώ | να διασταλώ | διασταλεί | ||
| β' ενικ. | διαστάλθηκες | θα διασταλείς | να διασταλείς | |||
| γ' ενικ. | διαστάλθηκε | θα διασταλεί | να διασταλεί | |||
| α' πληθ. | διασταλήκαμε | θα διασταλούμε | να διασταλούμε | |||
| β' πληθ. | διασταλήκατε | θα διασταλείτε | να διασταλείτε | διασταλείτε | ||
| γ' πληθ. | διαστάλθηκαν διασταλήκαν(ε) |
θα διασταλούν(ε) | να διασταλούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω διασταλεί | είχα διασταλεί | θα έχω διασταλεί | να έχω διασταλεί | διεσταλμένος | |
| β' ενικ. | έχεις διασταλεί | είχες διασταλεί | θα έχεις διασταλεί | να έχεις διασταλεί | ||
| γ' ενικ. | έχει διασταλεί | είχε διασταλεί | θα έχει διασταλεί | να έχει διασταλεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε διασταλεί | είχαμε διασταλεί | θα έχουμε διασταλεί | να έχουμε διασταλεί | ||
| β' πληθ. | έχετε διασταλεί | είχατε διασταλεί | θα έχετε διασταλεί | να έχετε διασταλεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν διασταλεί | είχαν διασταλεί | θα έχουν διασταλεί | να έχουν διασταλεί | ||
Αρχαία ελληνικά (grc)
| Αρχικοί χρόνοι |
Φωνή Eνεργητική |
Φωνή Μέση & Παθητική |
|---|---|---|
| Ενεστώτας | διαστέλλομαι | |
| Παρατατικός | διεστελλόμην | |
| Μέλλοντας | διασταλήσομαι, διαστελοῦμαι | |
| Αόριστος | διεστειλάμην, διεστάλην | |
| Παρακείμενος | διέσταλμαι | |
| Υπερσυντέλικος | διεστάλμην | |
| Συντελ.Μέλλ. |
αντώνυμα
Μεταφράσεις
διαστέλλομαι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.