διαστέλλομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

διαστέλλομαι < παθητική φωνή του ρήματος διαστέλλω

Ρήμα

διαστέλλομαι

  1. διογκώνομαι, αυξάνομαι, επεκτείνομαι, εκτείνομαι
    τα αέρια διαστέλλονται όταν θερμαίνονται
    οι κόρες των ματιών του είχαν διασταλεί

Κλίση

Συγγενικά



Αρχαία ελληνικά (grc)

Αρχικοί
χρόνοι
Φωνή
Eνεργητική
Φωνή
Μέση & Παθητική
Ενεστώτας  διαστέλλομαι 
Παρατατικός  διεστελλόμην 
Μέλλοντας  διασταλήσομαι, διαστελοῦμαι 
Αόριστος  διεστειλάμην, διεστάλην 
Παρακείμενος  διέσταλμαι 
Υπερσυντέλικος  διεστάλμην 
Συντελ.Μέλλ.

Ρήμα

διαστέλλομαι

αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.