συμπυκνώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- συμπυκνώνω < αρχαία ελληνική συμπυκνόω < σύν + πυκνόω
Ρήμα
συμπυκνώνω
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | συμπυκνώνω | συμπύκνωνα | θα συμπυκνώνω | να συμπυκνώνω | συμπυκνώνοντας | |
| β' ενικ. | συμπυκνώνεις | συμπύκνωνες | θα συμπυκνώνεις | να συμπυκνώνεις | συμπύκνωνε | |
| γ' ενικ. | συμπυκνώνει | συμπύκνωνε | θα συμπυκνώνει | να συμπυκνώνει | ||
| α' πληθ. | συμπυκνώνουμε | συμπυκνώναμε | θα συμπυκνώνουμε | να συμπυκνώνουμε | ||
| β' πληθ. | συμπυκνώνετε | συμπυκνώνατε | θα συμπυκνώνετε | να συμπυκνώνετε | συμπυκνώνετε | |
| γ' πληθ. | συμπυκνώνουν(ε) | συμπύκνωναν συμπυκνώναν(ε) |
θα συμπυκνώνουν(ε) | να συμπυκνώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | συμπύκνωσα | θα συμπυκνώσω | να συμπυκνώσω | συμπυκνώσει | ||
| β' ενικ. | συμπύκνωσες | θα συμπυκνώσεις | να συμπυκνώσεις | συμπύκνωσε | ||
| γ' ενικ. | συμπύκνωσε | θα συμπυκνώσει | να συμπυκνώσει | |||
| α' πληθ. | συμπυκνώσαμε | θα συμπυκνώσουμε | να συμπυκνώσουμε | |||
| β' πληθ. | συμπυκνώσατε | θα συμπυκνώσετε | να συμπυκνώσετε | συμπυκνώστε | ||
| γ' πληθ. | συμπύκνωσαν συμπυκνώσαν(ε) |
θα συμπυκνώσουν(ε) | να συμπυκνώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω συμπυκνώσει | είχα συμπυκνώσει | θα έχω συμπυκνώσει | να έχω συμπυκνώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις συμπυκνώσει | είχες συμπυκνώσει | θα έχεις συμπυκνώσει | να έχεις συμπυκνώσει | ||
| γ' ενικ. | έχει συμπυκνώσει | είχε συμπυκνώσει | θα έχει συμπυκνώσει | να έχει συμπυκνώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε συμπυκνώσει | είχαμε συμπυκνώσει | θα έχουμε συμπυκνώσει | να έχουμε συμπυκνώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε συμπυκνώσει | είχατε συμπυκνώσει | θα έχετε συμπυκνώσει | να έχετε συμπυκνώσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν συμπυκνώσει | είχαν συμπυκνώσει | θα έχουν συμπυκνώσει | να έχουν συμπυκνώσει |
| |
Μεταφράσεις
συμπυκνώνω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.