ορίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ορίζω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ὁρίζω[1] < ὅρος
Προφορά
- ΔΦΑ : /oˈɾi.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐ρί‐ζω
Ρήμα
ορίζω, αόρ.: όρισα, παθ.φωνή: ορίζομαι, π.αόρ.: ορίστηκα, μτχ.π.π.: ορισμένος
- αποφασίζω πού και πότε (συνήθως) θα γίνει κάτι
- ↪ να ορίσομε μια συνάντηση με το διευθυντή
- θέτω τα όρια για κάτι
- δίνω μια ιδιότητα σε κάποιον, ώστε να κάνει κάτι
- ↪ με όρισε εκπρόσωπο τύπου
- αποφασίζω, επιλέγω
- ↪ συνήθως, οι καθηγητές ορίζουν την ύλη που θα διδάξουν στο νέο εξάμηνο
- δίνω ορισμό για κάτι, επισημαίνω τα γνωρίσματά του
- ↪ πώς μπορούμε να ορίσομε το τετράγωνο;
- διατυπώνω με σαφήνεια
- ↪ το νέο διάταγμα ορίζει ότι...
- (λαϊκότροπο) διατάζω, εκφράζω απόλυτα μια επιθυμία
- ↪ τι ορίζει ο αφέντης μας;
- ελέγχω, εξουσιάζω
- ↪ οι παππούδες του όριζαν όλη την εμπορική κίνηση της περιοχής
- φτάνω
- ↪ καλώς ορίσατε!
Συγγενικά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ορίζω | όριζα | θα ορίζω | να ορίζω | ορίζοντας | |
| β' ενικ. | ορίζεις | όριζες | θα ορίζεις | να ορίζεις | όριζε | |
| γ' ενικ. | ορίζει | όριζε | θα ορίζει | να ορίζει | ||
| α' πληθ. | ορίζουμε | ορίζαμε | θα ορίζουμε | να ορίζουμε | ||
| β' πληθ. | ορίζετε | ορίζατε | θα ορίζετε | να ορίζετε | ορίζετε | |
| γ' πληθ. | ορίζουν(ε) | όριζαν ορίζαν(ε) |
θα ορίζουν(ε) | να ορίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | όρισα | θα ορίσω | να ορίσω | ορίσει | ||
| β' ενικ. | όρισες | θα ορίσεις | να ορίσεις | όρισε | ||
| γ' ενικ. | όρισε | θα ορίσει | να ορίσει | |||
| α' πληθ. | ορίσαμε | θα ορίσουμε | να ορίσουμε | |||
| β' πληθ. | ορίσατε | θα ορίσετε | να ορίσετε | ορίστε | ||
| γ' πληθ. | όρισαν ορίσαν(ε) |
θα ορίσουν(ε) | να ορίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω ορίσει | είχα ορίσει | θα έχω ορίσει | να έχω ορίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις ορίσει | είχες ορίσει | θα έχεις ορίσει | να έχεις ορίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει ορίσει | είχε ορίσει | θα έχει ορίσει | να έχει ορίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε ορίσει | είχαμε ορίσει | θα έχουμε ορίσει | να έχουμε ορίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε ορίσει | είχατε ορίσει | θα έχετε ορίσει | να έχετε ορίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν ορίσει | είχαν ορίσει | θα έχουν ορίσει | να έχουν ορίσει |
| |
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ορίζομαι | οριζόμουν(α) | θα ορίζομαι | να ορίζομαι | ||
| β' ενικ. | ορίζεσαι | οριζόσουν(α) | θα ορίζεσαι | να ορίζεσαι | ||
| γ' ενικ. | ορίζεται | οριζόταν(ε) | θα ορίζεται | να ορίζεται | ||
| α' πληθ. | οριζόμαστε | οριζόμαστε οριζόμασταν |
θα οριζόμαστε | να οριζόμαστε | ||
| β' πληθ. | ορίζεστε | οριζόσαστε οριζόσασταν |
θα ορίζεστε | να ορίζεστε | (ορίζεστε) | |
| γ' πληθ. | ορίζονται | ορίζονταν οριζόντουσαν |
θα ορίζονται | να ορίζονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ορίστηκα | θα οριστώ | να οριστώ | οριστεί | ||
| β' ενικ. | ορίστηκες | θα οριστείς | να οριστείς | ορίσου | ||
| γ' ενικ. | ορίστηκε | θα οριστεί | να οριστεί | |||
| α' πληθ. | οριστήκαμε | θα οριστούμε | να οριστούμε | |||
| β' πληθ. | οριστήκατε | θα οριστείτε | να οριστείτε | οριστείτε | ||
| γ' πληθ. | ορίστηκαν οριστήκαν(ε) |
θα οριστούν(ε) | να οριστούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω οριστεί | είχα οριστεί | θα έχω οριστεί | να έχω οριστεί | ορισμένος | |
| β' ενικ. | έχεις οριστεί | είχες οριστεί | θα έχεις οριστεί | να έχεις οριστεί | ||
| γ' ενικ. | έχει οριστεί | είχε οριστεί | θα έχει οριστεί | να έχει οριστεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε οριστεί | είχαμε οριστεί | θα έχουμε οριστεί | να έχουμε οριστεί | ||
| β' πληθ. | έχετε οριστεί | είχατε οριστεί | θα έχετε οριστεί | να έχετε οριστεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν οριστεί | είχαν οριστεί | θα έχουν οριστεί | να έχουν οριστεί | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
| Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι ορισμένος - είμαστε, είστε, είναι ορισμένοι | |||||
| Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν ορισμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν ορισμένοι | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι ορισμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι ορισμένοι | |||||
| Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι ορισμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι ορισμένοι | |||||
Μεταφράσεις
Αναφορές
- ορίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.