διευρύνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

διευρύνω < (δια-) δι- + ευρύς + -ύνω (ελληνιστική κοινή διευρύνομαι) [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ði.eˈvɾi.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: διευρύνω

Ρήμα

διευρύνω, πρτ.: διεύρυνα, στ.μέλλ.: θα διευρύνω, αόρ.: διεύρυνα, παθ.φωνή: διευρύνομαι, π.αόρ.: διευρύνθηκα, μτχ.π.π.: διευρυμένος

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.