διασταλτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | διασταλτικός | η | διασταλτική | το | διασταλτικό |
| γενική | του | διασταλτικού | της | διασταλτικής | του | διασταλτικού |
| αιτιατική | τον | διασταλτικό | τη | διασταλτική | το | διασταλτικό |
| κλητική | διασταλτικέ | διασταλτική | διασταλτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | διασταλτικοί | οι | διασταλτικές | τα | διασταλτικά |
| γενική | των | διασταλτικών | των | διασταλτικών | των | διασταλτικών |
| αιτιατική | τους | διασταλτικούς | τις | διασταλτικές | τα | διασταλτικά |
| κλητική | διασταλτικοί | διασταλτικές | διασταλτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- διασταλτικός < ελληνιστική κοινή διασταλτικός < αρχαία ελληνική διαστέλλω < διά + στέλλω ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική dilatant)
Επίθετο
διασταλτικός, -ή, -ό
Αντώνυμα
Συνώνυμα
- διευρυντικός
Συγγενικά
- διασταλτικά
- διασταλτικότητα
- → δείτε τις λέξεις διαστέλλω, διά και στέλλω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.