συστέλλω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- συστέλλω < αρχαία ελληνική συστέλλω < σύν + στέλλω (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική contracter)
Προφορά
- ΔΦΑ : /siˈste.lo/
Αντώνυμα
Συγγενικά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | συστέλλω | συνέστελλα | θα συστέλλω | να συστέλλω | συστέλλοντας | |
| β' ενικ. | συστέλλεις | συνέστελλες | θα συστέλλεις | να συστέλλεις | σύστελλε | |
| γ' ενικ. | συστέλλει | συνέστελλε | θα συστέλλει | να συστέλλει | ||
| α' πληθ. | συστέλλουμε | συστέλλαμε | θα συστέλλουμε | να συστέλλουμε | ||
| β' πληθ. | συστέλλετε | συστέλλατε | θα συστέλλετε | να συστέλλετε | συστέλλετε | |
| γ' πληθ. | συστέλλουν(ε) | συνέστελλαν συστέλλαν(ε) |
θα συστέλλουν(ε) | να συστέλλουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | συνέστειλα | θα συστείλω | να συστείλω | συστείλει | ||
| β' ενικ. | συνέστειλες | θα συστείλεις | να συστείλεις | σύστειλε | ||
| γ' ενικ. | συνέστειλε | θα συστείλει | να συστείλει | |||
| α' πληθ. | συστείλαμε | θα συστείλουμε | να συστείλουμε | |||
| β' πληθ. | συστείλατε | θα συστείλετε | να συστείλετε | συστείλτε | ||
| γ' πληθ. | συνέστειλαν συστείλαν(ε) |
θα συστείλουν(ε) | να συστείλουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω συστείλει | είχα συστείλει | θα έχω συστείλει | να έχω συστείλει | ||
| β' ενικ. | έχεις συστείλει | είχες συστείλει | θα έχεις συστείλει | να έχεις συστείλει | έχε συνεσταλμένο | |
| γ' ενικ. | έχει συστείλει | είχε συστείλει | θα έχει συστείλει | να έχει συστείλει | ||
| α' πληθ. | έχουμε συστείλει | είχαμε συστείλει | θα έχουμε συστείλει | να έχουμε συστείλει | ||
| β' πληθ. | έχετε συστείλει | είχατε συστείλει | θα έχετε συστείλει | να έχετε συστείλει | έχετε συνεσταλμένο | |
| γ' πληθ. | έχουν συστείλει | είχαν συστείλει | θα έχουν συστείλει | να έχουν συστείλει | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
| Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) συνεσταλμένο | |||||
| Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) συνεσταλμένο | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) συνεσταλμένο | |||||
| Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) συνεσταλμένο | |||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.