δάκρυ
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | δάκρυ | τα | δάκρυα |
| γενική | του | δακρύου & δάκρυου(ποιητικό) |
των | δακρύων |
| αιτιατική | το | δάκρυ | τα | δάκρυα |
| κλητική | δάκρυ | δάκρυα | ||
| Δείτε και το δάκρυο. | ||||
| όπως «-υ ουδέτερα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- δάκρυ < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική δάκρυ [1]
- οι άλλες πτώσεις από το δάκρυο (δάκρυον στην καθαρεύουσα) < μεσαιωνική ελληνική δάκρυο και δάκρυον < αρχαία ελληνική δάκρυον
Ουσιαστικό
δάκρυ ουδέτερο
- σταγόνα υγρού που κυλάει από τους δακρυϊκούς πόρους του ματιού όταν κάποιος δακρύζει ή κλαίει ή λόγω κάποιου ερεθισμού
- ※ Κι εσφούγγισε το δάκρυ του με την ολόμαυρην άκραν της φουστανέλας του (Κώστας Κρυστάλλης, Εις την στάνην του μπάρμπα μου)
- οτιδήποτε έχει το σχήμα σταγόνας
- ※ Ἐγὼ εἶμαι τἄνθος ποὺ κρυμμένο, τρεμουλιαστό, μὲ δροσοδάκρυα ραντισμένο, καὶ γελαστό (Κωστής Παλαμάς, "Ἓν ἄνθος")
- οι στάλες της ρητίνης διαφόρων δέντρων ή σχίνων
- τεχνητή ουσία αντί δακρύων για να αντιμετωπισθεί η ξηροφθαλμία
- ↪Πρέπει να χρησιμοποιήσετε τεχνητά δάκρυα
Συγγενικά
Εκφράσεις
- ποταμοί δακρύων
- το δάκρυ της μάνας
- μαύρο δάκρυ
- καυτό δάκρυ
- κροκοδείλια δάκρυα
- χύνω δάκρυα
Σύνθετα
- δακρύρροια
- δακρύβρεχτος
- δακρυγόνο
- δακρυδόχος
- δροσοδάκρυ
Μεταφράσεις
δάκρυ
|
Αναφορές
- δάκρυ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Αρχαία ελληνικά (grc)
| δείτε και την κλίση του δάκρυον | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | δάκρῠ | τὰ | δάκρῠᾰ & δάκρη | ||||
| γενική | τοῦ | δάκρῠος | τῶν | δακρῠ́ων | ||||
| δοτική | τῷ | δάκρῠῐ̈ | τοῖς | δάκρῠσῐ(ν) | ||||
| αιτιατική | τὸ | δάκρῠ | τὰ | δάκρῠᾰ | ||||
| κλητική ὦ! | δάκρῠ | δάκρῠᾰ | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | δάκρῠε | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | δακρῠ́οιν | ||||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'κόνδυ' όπως «κόνδυ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Πηγές
- δάκρυ, δάκρυον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.