δάκρυον

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ουσιαστικό

δάκρυον ουδέτερο



Αρχαία ελληνικά (grc)

δείτε και την κλίση του δάκρυ
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ δάκρυον τὰ δάκρυ
& δάκρη
      γενική τοῦ δακρύου τῶν δακρύων
επικός: δακρυόφι(ν)
      δοτική τῷ δακρύ τοῖς δακρύοις
    αιτιατική τὸ δάκρυον τὰ δάκρυ
     κλητική ! δάκρυον δάκρυ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  δακρύω
γεν-δοτ τοῖν  δακρύοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δάκρυον < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dáḱru < *dr̥ḱ-h₂eḱru

Ουσιαστικό

δάκρυον & δάκρυ

  1. το δάκρυ
    δάκρυα θερμὰ χέων
  2. η σταλαγματιά
    δάκρυον τῆς ἀκάνθης (είδος ρητίνης)

Συγγενικά

Σύνθετα

  • δακρυογόνος
  • δακρυοπετής (που φέρνει κλάματα)
  • δακρυπλώω (κολυμπώ μέσα στο δάκρυ)
  • δακρύρροος & δακρυρροέω
  • δακρυσίστακτον
  • δακρυχέων, -χέουσα και «δάκρυ χέων»

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.