δακρυσμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | δακρυσμένος | η | δακρυσμένη | το | δακρυσμένο |
| γενική | του | δακρυσμένου | της | δακρυσμένης | του | δακρυσμένου |
| αιτιατική | τον | δακρυσμένο | τη | δακρυσμένη | το | δακρυσμένο |
| κλητική | δακρυσμένε | δακρυσμένη | δακρυσμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | δακρυσμένοι | οι | δακρυσμένες | τα | δακρυσμένα |
| γενική | των | δακρυσμένων | των | δακρυσμένων | των | δακρυσμένων |
| αιτιατική | τους | δακρυσμένους | τις | δακρυσμένες | τα | δακρυσμένα |
| κλητική | δακρυσμένοι | δακρυσμένες | δακρυσμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.