σταγόνα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σταγόνα οι σταγόνες
      γενική της σταγόνας των σταγόνων
    αιτιατική τη σταγόνα τις σταγόνες
     κλητική σταγόνα σταγόνες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σταγόνα < αρχαία ελληνική σταγών
μια σταγόνα νερού ενώ πέφτει

Ουσιαστικό

σταγόνα θηλυκό

  1. μικρή ποσότητα υγρού σε σχήμα σχεδόν σφαιρικό που σχηματίζεται ενώ το υγρό πέφτει
  2. ίχνος από μικρή ποσότητα υγρού πάνω σε στερεή επιφάνεια
  3. (μεταφορικά) μικρή ποσότητα από κάτι
  4. (αρχιτεκτονική) (στον πληθ.) Μικρά κωνικά ή κυλινδρικά κοσμήματα κάτω από το γείσο οικοδομήματος.

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.