σταγόνα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | σταγόνα | οι | σταγόνες |
| γενική | της | σταγόνας | των | σταγόνων |
| αιτιατική | τη | σταγόνα | τις | σταγόνες |
| κλητική | σταγόνα | σταγόνες | ||
| Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
σταγόνα θηλυκό
- μικρή ποσότητα υγρού σε σχήμα σχεδόν σφαιρικό που σχηματίζεται ενώ το υγρό πέφτει
- ίχνος από μικρή ποσότητα υγρού πάνω σε στερεή επιφάνεια
- (μεταφορικά) μικρή ποσότητα από κάτι
- (αρχιτεκτονική) (στον πληθ.) Μικρά κωνικά ή κυλινδρικά κοσμήματα κάτω από το γείσο οικοδομήματος.
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
