αξιοδάκρυτα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αξιοδάκρυτα < αξιοδάκρυτος + -α
Μεταφράσεις
αξιοδάκρυτα
|
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
αξιοδάκρυτα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του αξιοδάκρυτος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.