ξηροφθαλμία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ξηροφθαλμία | οι | ξηροφθαλμίες |
| γενική | της | ξηροφθαλμίας | των | ξηροφθαλμιών |
| αιτιατική | την | ξηροφθαλμία | τις | ξηροφθαλμίες |
| κλητική | ξηροφθαλμία | ξηροφθαλμίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ξηροφθαλμία < (ελληνιστική κοινή) ξηρός και ὀφθαλμός
Ουσιαστικό
ξηροφθαλμία θηλυκό (δόκιμο στον ενικό)
- σύμπτωμα και μερικές φορές πάθηση των οφθαλμών, κατά την οποία αυτά ξηραίνονται από μειωμένη παραγωγή δακρύων ή για ορμονικούς και άλλους λόγους, κάποιοι από τους οποίους είναι παθολογικοί
Μεταφράσεις
ξηροφθαλμία
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.