αξιοδάκρυτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αξιοδάκρυτος | η | αξιοδάκρυτη | το | αξιοδάκρυτο |
| γενική | του | αξιοδάκρυτου | της | αξιοδάκρυτης | του | αξιοδάκρυτου |
| αιτιατική | τον | αξιοδάκρυτο | την | αξιοδάκρυτη | το | αξιοδάκρυτο |
| κλητική | αξιοδάκρυτε | αξιοδάκρυτη | αξιοδάκρυτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αξιοδάκρυτοι | οι | αξιοδάκρυτες | τα | αξιοδάκρυτα |
| γενική | των | αξιοδάκρυτων | των | αξιοδάκρυτων | των | αξιοδάκρυτων |
| αιτιατική | τους | αξιοδάκρυτους | τις | αξιοδάκρυτες | τα | αξιοδάκρυτα |
| κλητική | αξιοδάκρυτοι | αξιοδάκρυτες | αξιοδάκρυτα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αξιοδάκρυτος < (ελληνιστική κοινή) ἀξιοδάκρυτος
Συγγενικά
- αξιοδάκρυτα
- → δείτε τις λέξεις άξιος και δάκρυ
Μεταφράσεις
αξιοδάκρυτος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.