κλαίω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

κλαίω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική κλαίω

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈkle.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κλαίω

Ρήμα

κλαίω/και κλαίγω, πρτ.: έκλαιγα, αόρ.: έκλαψα, παθ.φωνή: κλαίγομαι, π.αόρ.: κλαύτηκα, μτχ.π.π.: κλαμένος

  1. τρέχουν δάκρυα από τα μάτια μου (και κάποτε φωνάζω), εξαιτίας κάποιας (ευχάριστης ή -συνήθως- δυσάρεστης) ψυχικής αναταραχής ή πόνου (ή για άλλους λόγους, π.χ. καθάρισμα κρεμμυδιών)
      Μου ερχόταν να κλάψω από απελπισία. (Διδώ Σωτηρίου, Εντολή, 1976 [μυθιστόρημα])
  2. στενοχωριέμαι
  3. (παθητική φωνή) κλαίγομαι: παραπονιέμαι συνεχώς, ενίοτε χωρίς σοβαρό λόγο

Εκφράσεις

  • βαράτε με κι ας κλαίω / τραβάτε με κι ας κλαίω
  • βάζω τη σκούπα μου να κλαίει
  • θα κλάψουν μανούλες
  • κλαίνε οι χήρες, κλαίνε κι οι παντρεμένες
  • κλαίω και οδύρομαι
  • κλαίω με μαύρο δάκρυ
  • κλαίει τη μοίρα του
  • κλαύ' τα, Χαράλαμπε
  • να τον κλαίνε οι ρέγγες
  • ούτε κλαίει ούτε γελάει

Συγγενικά

 ετυμολογικό πεδίο 
κλαι-, κλα-, κλαυ-, κλαψ- 

κλαι- [1]

  • ανακλαίω
  • αποκλαίω
  • αργοκλαίω
  • ασημοκλαίω
  • γελοκλαίω
  • γλυκοκλαίω
  • δροσοκλαίω
  • κλαίουσα
  • κουτσοκλαίω
  • κρυφοκλαίω
  • μαυροκλαίω
  • μισοκλαίω
  • μουντζοκλαίω, μουτζοκλαίω, μουτζοκλαίγω
  • μυξοκλαίω
  • νυχτοκλαίω
  • ξανακλαίω
  • παρακλαίω
  • πικροκλαίω
  • πολυκλαίω
  • προσκλαίω
  • σιγαλοκλαίω
  • σιγοκλαίω, σιγοκλαίγω
  • συχνοκλαίω
  • συγκλαίω
  • χαμοκλαίω
  • ψευτοκλαίω

κλα-

κλαυ-

κλαψ-

Κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. λήγουν σε -κλαίω - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

κλαίω < κλαϝ-j, πιθανή σύνδεση με αλβανική qaj (< qanj < klanj)[1] < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ḱlew-[2] Καθώς δεν υπάρχει σύνδεση με άλλη ινδοευρωπαϊκή γλώσσα, πιθανόν προελληνική προέλευση.[2]
  • κλαϝ- > κλα- (κλᾱ́ω) / κλαυ- (κλαυ-θμός)
  • κλαϝ-j- > κλαι-
  • κλαϝ-σ- > κλαυσ- (μέλλων κλαύσω, κλαυσῐ-)
  • κλαϝ-ε- > κλαϝ-ε-σ > (μέλλων κλαήσω

Ρήμα

κλαίω

  • ζητούμενο λήμμα

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
  2. Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 12.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.