αδάκρυτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αδάκρυτος | η | αδάκρυτη | το | αδάκρυτο |
| γενική | του | αδάκρυτου | της | αδάκρυτης | του | αδάκρυτου |
| αιτιατική | τον | αδάκρυτο | την | αδάκρυτη | το | αδάκρυτο |
| κλητική | αδάκρυτε | αδάκρυτη | αδάκρυτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αδάκρυτοι | οι | αδάκρυτες | τα | αδάκρυτα |
| γενική | των | αδάκρυτων | των | αδάκρυτων | των | αδάκρυτων |
| αιτιατική | τους | αδάκρυτους | τις | αδάκρυτες | τα | αδάκρυτα |
| κλητική | αδάκρυτοι | αδάκρυτες | αδάκρυτα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αδάκρυτος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἀδάκρυτος [1] < ἀ- στερητικό + → δείτε τη λέξη δακρύω + -τος
Αναφορές
- αδάκρυτος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.