δακρυγόνος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | δακρυγόνος | η | δακρυγόνα | το | δακρυγόνο |
| γενική | του | δακρυγόνου | της | δακρυγόνας | του | δακρυγόνου |
| αιτιατική | τον | δακρυγόνο | τη | δακρυγόνα | το | δακρυγόνο |
| κλητική | δακρυγόνε | δακρυγόνα | δακρυγόνο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | δακρυγόνοι | οι | δακρυγόνες | τα | δακρυγόνα |
| γενική | των | δακρυγόνων | των | δακρυγόνων | των | δακρυγόνων |
| αιτιατική | τους | δακρυγόνους | τις | δακρυγόνες | τα | δακρυγόνα |
| κλητική | δακρυγόνοι | δακρυγόνες | δακρυγόνα | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- δακρυγόνος < δάκρυ + -γόνος (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική lacrymogène)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ða.kɾiˈγo.nos/
Επίθετο
δακρυγόνος, -ος/-α, -ο
- που δημιουργεί δάκρυα
- δακρυγόνος αδένας
- Η δακρυγόνος ιδιότητα του κυανιούχου βρωμοβενζυλίου εξασθενεί με τη θερμότητα
- (ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο ) το δακρυγόνο: αέριο που προκαλεί την έκκριση δακρύων· χρησιμοποιείται ως όπλο από τις αστυνομικές δυνάμεις για τη διάλυση διαδηλώσεων
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.