γραφειοκρατία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | γραφειοκρατία | οι | γραφειοκρατίες |
| γενική | της | γραφειοκρατίας | των | γραφειοκρατιών |
| αιτιατική | τη | γραφειοκρατία | τις | γραφειοκρατίες |
| κλητική | γραφειοκρατία | γραφειοκρατίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- γραφειοκρατία < γραφεί(ο) + -ο- + -κρατία (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική bureaucratie[1])
- (μαρτυρείται από το 1851)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ɣɾa.fi.o.kɾaˈti.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γρα‐φει‐ο‐κρα‐τί‐α
Ουσιαστικό
γραφειοκρατία θηλυκό, μόνο στον ενικό
- η διευθέτηση διαφόρων υποθέσεων με διαδικασίες που δεν είναι απολύτως απαραίτητες και συντελούν στην επιβράδυνση της διευθέτησης
- (περιληπτικό) το σύνολο των ατόμων που μετέχουν σε έναν μηχανισμό διοίκησης ή εξουσίας και αντλούν από τη θέση τους προνόμια καθώς και το κοινωνικό σύστημα στο οποίο οι μηχανισμοί διοίκησης αυτονομούνται και κυριαρχούν πάνω στην κοινωνία
- ※ Η ρωσική γραφειοκρατία δημιουργήθηκε και υπάρχει στη βάση της αντίθεσης ανάμεσα στους διευθύνοντες και τους εκτελεστές στη διαδικασία της παραγωγής. Σ' αυτή τηv πραγματική οικονομική βάση της εξουσίας της γραφειοκρατίας, η καθολική κρατική ιδιοκτησία δεν είναι παρά η πλήρης έκφραση του μoνοπωλίου που ασκεί η κυρίαρχη γραφειοκρατική τάξη. (Κορνήλιος Καστοριάδης, Η γραφειοκρατική κοινωνία, 2, 1985, σελ.10)
- (μεταφορικά) η καθυστέρηση διεκπεραίωσης διοικητικών υποθέσεων
Συγγενικά
- αντιγραφειοκρατικός
- γραφειοκράτης
- γραφειοκρατικά
- γραφειοκρατικός
- → δείτε τις λέξεις γραφείο και κράτος
Μεταφράσεις
γραφειοκρατία
|
Αναφορές
- γραφειοκρατία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.