-κρατία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | -κρατία | οι | -κρατίες |
| γενική | της | -κρατίας | των | -κρατιών |
| αιτιατική | τη(ν) | -κρατία | τις | -κρατίες |
| κλητική | -κρατία | -κρατίες | ||
| Τα σύνθετα, συνήθως στον ενικό. | ||||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- -κρατία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική -κρατία < -κράτης → δείτε τη λέξη κρατέω και μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική -cratie ή την αγγλική -cracy[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /kɾaˈti.a/
Επίθημα
-κρατία θηλυκό
- επίθημα ως δεύτερο συνθετικό θηλυκών αφηρημένων ουσιαστικών που δηλώνει την εξουσία ή επιβολή που δηλώνεται από το πρώτο συνθετικό
Σύνθετα
- Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -κρατία στο Βικιλεξικό
Συγγενικά
- -κράτης
- -κρατικός
Μεταφράσεις
-κρατία
Αναφορές
- -κρατία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- -κρατία < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική -κρατία < → δείτε τη λέξη κρατέω / κρατῶ
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | -κρατίᾱ | αἱ | -κρατίαι |
| γενική | τῆς | -κρατίᾱς | τῶν | -κρατιῶν |
| δοτική | τῇ | -κρατίᾳ | ταῖς | -κρατίαις |
| αιτιατική | τὴν | -κρατίᾱν | τὰς | -κρατίᾱς |
| κλητική ὦ! | -κρατίᾱ | -κρατίαι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | -κρατίᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | -κρατίαιν | ||
| Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||
| 1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Σύνθετα
- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -κρατία στο Βικιλεξικό
- Λέξεις -κρατία @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.