απολύτως
Νέα ελληνικά (el)
Επίρρημα
απολύτως και απόλυτα
- σε απόλυτο βαθμό, εντελώς, τελείως
- με αυτόν τον τρόπο διασφαλίζονται απολύτως τα συμφέροντά μας
- είμαι απολύτως βέβαιος
- (γραμματική) χωρίς εξάρτηση από άλλο συντακτικό όρο
- Το απαρέμφατο απολύτως. Το απαρέμφατο χρησιμοποιείται και χωρίς εξάρτηση από κάποιο ρήμα: 1) επιφωνηματικώς ... (από το σχολικό βιβλίο «Λατινική Γραμματική» του Αχιλλέα Τζάρτζανου)
Σημειώσεις
Στις προτάσεις που περιέχουν αρνητικές αντωνυμίες δεν χρησιμοποιείται το απόλυτα
- Π.χ. δεν χρειάζομαι απολύτως τίποτε.
- δεν μας έδωσαν απολύτως καμία διαβεβαίωση
Μεταφράσεις
απολύτως
|
→ δείτε τη λέξη απόλυτα |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.