απολύτως

Νέα ελληνικά (el)

Επίρρημα

απολύτως και απόλυτα

  1. σε απόλυτο βαθμό, εντελώς, τελείως
    με αυτόν τον τρόπο διασφαλίζονται απολύτως τα συμφέροντά μας
    είμαι απολύτως βέβαιος
  2. (γραμματική) χωρίς εξάρτηση από άλλο συντακτικό όρο
    Το απαρέμφατο απολύτως. Το απαρέμφατο χρησιμοποιείται και χωρίς εξάρτηση από κάποιο ρήμα: 1) επιφωνηματικώς ... (από το σχολικό βιβλίο «Λατινική Γραμματική» του Αχιλλέα Τζάρτζανου)

Σημειώσεις

Στις προτάσεις που περιέχουν αρνητικές αντωνυμίες δεν χρησιμοποιείται το απόλυτα

Π.χ. δεν χρειάζομαι απολύτως τίποτε.
δεν μας έδωσαν απολύτως καμία διαβεβαίωση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.