διεκπεραίωση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διεκπεραίωση οι διεκπεραιώσεις
      γενική της διεκπεραίωσης* των διεκπεραιώσεων
    αιτιατική τη διεκπεραίωση τις διεκπεραιώσεις
     κλητική διεκπεραίωση διεκπεραιώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, διεκπεραιώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

διεκπεραίωση < διεκπεραιώνω + -ση

Ουσιαστικό

διεκπεραίωση θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.