επιβράδυνση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επιβράδυνση οι επιβραδύνσεις
      γενική της επιβράδυνσης* των επιβραδύνσεων
    αιτιατική την επιβράδυνση τις επιβραδύνσεις
     κλητική επιβράδυνση επιβραδύνσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, επιβραδύνσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επιβράδυνση < επιβραδύνω + -ση

Ουσιαστικό

επιβράδυνση θηλυκό

  1. η μείωση της ταχύτητας με την οποία εξελίσσεται μια διαδικασία
  2. (οικονομία) η μείωση του ρυθμού της ανάπτυξης
     δείτε τη λέξη  ύφεση
  3. (λογοτεχνία) η καθυστέρηση στην εξέλιξη της πλοκής

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.