καθυστέρηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | καθυστέρηση | οι | καθυστερήσεις |
| γενική | της | καθυστέρησης* | των | καθυστερήσεων |
| αιτιατική | την | καθυστέρηση | τις | καθυστερήσεις |
| κλητική | καθυστέρηση | καθυστερήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, καθυστερήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- καθυστέρηση < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα καθυστέρησις, απόδοση για τη γαλλική retard[1]
Ουσιαστικό
καθυστέρηση θηλυκό
- το να έχει καθυστερήσει κάποιος ή κάτι, να έχει αργήσει να έρθει ή να γίνει
- το να μην έχει έρθει σε μια γυναίκα η περίοδός της στην αναμενόμενη ημερομηνία, κάτι που ίσως σημαίνει ότι έχει μείνει έγκυος
- η νοητική υστέρηση, το να μην έχει αναπτυχθεί νοητικά ένα άτομο όπως θα αναμενόταν συγκριτικά με άλλα άτομα της ίδιας ηλικίας
- η αργοπορία
Πολυλεκτικοί όροι
Αναφορές
- καθυστέρηση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.