γραφειοκρατικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | γραφειοκρατικός | η | γραφειοκρατική | το | γραφειοκρατικό |
| γενική | του | γραφειοκρατικού | της | γραφειοκρατικής | του | γραφειοκρατικού |
| αιτιατική | τον | γραφειοκρατικό | τη | γραφειοκρατική | το | γραφειοκρατικό |
| κλητική | γραφειοκρατικέ | γραφειοκρατική | γραφειοκρατικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | γραφειοκρατικοί | οι | γραφειοκρατικές | τα | γραφειοκρατικά |
| γενική | των | γραφειοκρατικών | των | γραφειοκρατικών | των | γραφειοκρατικών |
| αιτιατική | τους | γραφειοκρατικούς | τις | γραφειοκρατικές | τα | γραφειοκρατικά |
| κλητική | γραφειοκρατικοί | γραφειοκρατικές | γραφειοκρατικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- γραφειοκρατικός < → λείπει η ετυμολογία
Μεταφράσεις
γραφειοκρατικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.