γραφειοκράτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | γραφειοκράτης | οι | γραφειοκράτες |
| γενική | του | γραφειοκράτη | των | γραφειοκρατών |
| αιτιατική | τον | γραφειοκράτη | τους | γραφειοκράτες |
| κλητική | γραφειοκράτη | γραφειοκράτες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- γραφειοκράτης < γραφειοκρατ(ία) + -ης, (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική bureaucrate < bureau + -crate (-κράτης)[1] Μορφολογικά αναλύεται σε γραφεί(ο) + -ο- + -κράτης
Προφορά
- ΔΦΑ : /ɣɾa.fi.oˈkɾa.tis/
Ουσιαστικό
γραφειοκράτης αρσενικό (θηλυκό γραφειοκράτισσα)
- υπεύθυνος για τη διεκπεραίωση της γραφειοκρατίας
- (συνεκδοχικά) που είναι υπερβολικά προσηλωμένος στη γραφειοκρατία και τους τύπους
Συγγενικά
Μεταφράσεις
Αναφορές
- γραφειοκράτης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.