γκαζάδικο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γκαζάδικο τα γκαζάδικα
      γενική του γκαζάδικου των γκαζάδικων
    αιτιατική το γκαζάδικο τα γκαζάδικα
     κλητική γκαζάδικο γκαζάδικα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γκαζάδικο < γκάζ(ι) + -άδικο

Ουσιαστικό

γκαζάδικο ουδέτερο

  • (ναυτικός όρος)
  1. (οικείο) τάνκερ, πετρελαιοφόρο πλοίο
    πιάστηκε λαθρεπιβάτης σε γκαζάδικο
  2. πλοιάριο διανομής καυσίμου

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.