γκαζάδικο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | γκαζάδικο | τα | γκαζάδικα |
| γενική | του | γκαζάδικου | των | γκαζάδικων |
| αιτιατική | το | γκαζάδικο | τα | γκαζάδικα |
| κλητική | γκαζάδικο | γκαζάδικα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
γκαζάδικο ουδέτερο
- (ναυτικός όρος)
- (οικείο) τάνκερ, πετρελαιοφόρο πλοίο
- πιάστηκε λαθρεπιβάτης σε γκαζάδικο
- πλοιάριο διανομής καυσίμου
Μεταφράσεις
γκαζάδικο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.