γκαζάκι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γκαζάκι τα γκαζάκια
      γενική
    αιτιατική το γκαζάκι τα γκαζάκια
     κλητική γκαζάκι γκαζάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γκαζάκι < γκάζ(ι) + υποκοριστικό επίθημα -άκι

Ουσιαστικό

γκαζάκι ουδέτερο

  1. (υποκοριστικό) μικρή συσκευή που λειτουργεί με φιάλη (υγρ)αερίου και χρησιμοποιείται για πρόχειρο μαγείρεμα ή βράσιμο ροφημάτων
    1. η φιάλη (υγρ)αερίου για τη συσκευή αυτή
  2. (συνήθως στον πληθυντικό) αυτοσχέδιος εμπρηστικός μηχανισμός

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.