γκαζιά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γκαζιά οι γκαζιές
      γενική της γκαζιάς των γκαζιών
    αιτιατική την γκαζιά τις γκαζιές
     κλητική γκαζιά γκαζιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γκαζιά <

  1. γκάζ(ι) + -ιά
  2. γκαζ(όζα)[1]+ -ιά

Ουσιαστικό

γκαζιά θηλυκό

  1. απότομη επιτάχυνση ενός οχήματος
  2. (παρωχημένο) ο μεγάλος βόλος που χρησιμοποιούσαν παλιά σε παιδικά παιχνίδια
     συνώνυμα: γκαζά, γκάζα

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Επειδή παλιότερα τέτοιες μπίλιες χρησιμοποιούνταν για να βουλώνουν τα μπουκάλια γκαζόζας. Ο Μπαμπινιώτης υποθέτει: γκαζά < γκαζάκι < γκεζάκι, υποκοριστικό του γκέζι < τουρκικά gezici.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.