γκαζιά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | γκαζιά | οι | γκαζιές |
| γενική | της | γκαζιάς | των | γκαζιών |
| αιτιατική | την | γκαζιά | τις | γκαζιές |
| κλητική | γκαζιά | γκαζιές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
γκαζιά θηλυκό
- απότομη επιτάχυνση ενός οχήματος
- (παρωχημένο) ο μεγάλος βόλος που χρησιμοποιούσαν παλιά σε παιδικά παιχνίδια
Μεταφράσεις
γκαζιά
|
|
Αναφορές
- Επειδή παλιότερα τέτοιες μπίλιες χρησιμοποιούνταν για να βουλώνουν τα μπουκάλια γκαζόζας. Ο Μπαμπινιώτης υποθέτει: γκαζά < γκαζάκι < γκεζάκι, υποκοριστικό του γκέζι < τουρκικά gezici.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.