γκαζοζέν
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- γκαζοζέν < (λόγιο δάνειο) γαλλική gazogène[1] (δηλ. συσκευή που κάνει αεριοποίηση)
Ουσιαστικό
γκαζοζέν ουδέτερο άκλιτο
- φορτηγό αυτοκίνητο ή λεωφορείο πολύ συνηθισμένο κατά τον Β' Παγκόσμιο πόλεμο λόγω έλλειψης καυσίμων που ήταν ειδικά διασκευασμένο ούτως ώστε ο κινητήρας του να λειτουργούσε με καύσιμο το αέριο που παρασκευαζόταν από τη μερική καύση ξύλων με τα οποία τροφοδοτείτο ειδικός λέβητας που ήταν εγκατεστημένος στο όχημα γι' αυτό το σκοπό
- (μεταφορικά) παλιό αυτοκίνητο σε κακή κατάσταση
Μεταφράσεις
γκαζοζέν
|
|
Αναφορές
- γκαζοζέν - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.